μαχαιρίδιον

μαχαιρίδιον
μαχαιρ-ίδιον [ῐ], τό, Dim. of μάχαιρα, Ph.2.530 (pl.), Luc.Pisc. 45.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”